- ὀψίμως
- ὄψιμοςlateadverbialὄψιμοςlatemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όψιμος — η, ο (Α ὄψιμος, η, ον) 1. αυτός που γεννιέται, γίνεται ή παράγεται μετά από το κατάλληλο και καθορισμένο χρονικό διάστημα, καθυστερημένα 2. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει αργά νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που εκδηλώνεται με καθυστέρηση («όψιμο… … Dictionary of Greek